- ροζ
- το(λ. γαλλ.), άκλ., το χρώμα του τριαντάφυλλου· ως επίθ., τριανταφυλλής, -ιά, -ί: Το ροζ φουστάνι πολύ σου πάει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρόζ — ο, η, το, Ν (άκλ. επίθ.) 1. αυτός που έχει ρόδινο χρώμα, τριανταφυλλής (α. «ροζ γραβάτα» β. «ροζ φόρεμα») 2. το ουδ. ως ουσ. το ροζ το ρόδινο, το τριανταφυλλί χρώμα 3. φρ. «ροζ ιστορίες» ιστορίες ερωτικές και συνήθως για παράνομες ερωτικές… … Dictionary of Greek
Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… … Dictionary of Greek
αετορραφίδα — Ονομασία 50 ειδών ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών, ιθαγενών της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Τα φύλλα τους είναι πλατιά και ωοειδή και τα άνθη τους γαλάζια ή μοβ και σπανιότερα ροζ ή λευκά. Καλλιεργούνται … Dictionary of Greek
γενετική — Κλάδος της βιολογίας που ερευνά τα φαινόμενα της κληρονομικότητας και της ποικιλίας των ζωικών ειδών και μελετά τον μηχανισμό της μεταβίβασης από τους γονείς στους απογόνους των βιολογικών και μορφολογικών ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν τα άτομα… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Πικάσο, Πάμπλο Ρούιθ — (Picasso, Μάλαγα 1881 – Νίκαια 1973). Ισπανός ζωγράφος, χαράκτης, γλύπτης και κεραμουργός. Από το 1891 ο πατέρας του, καθηγητής του σχεδίου, αναγνώρισε την ιδιοφυΐα του. Το 1895 ο Π. φοιτά στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βαρκελόνης και αργότερα… … Dictionary of Greek
αρμυρίκι — Κοινό όνομα φυλλοβόλων θάμνων ή δενδρυλλίων του γένους τάμαριξ, της οικογένειας των ταμαρικιδών, με φύλλα μικρά, λεπτόμορφα και άνθη επίσης μικρά, κατά μικρούς βότρεις που σχηματίζουν συνήθως επάκριες φόβες. Αυτοφυή είδη των μεσογειακών χωρών… … Dictionary of Greek
αγήρατο — (ageratum).Καλλωπιστικά, ετήσια, ποώδη φυτά της οικογένειας των συνθέτων, ιθαγενή των τροπικών κυρίως περιοχών, τα οποία όμως ευδοκιμούν και σε άλλα κατάλληλα για την ανάπτυξή τους εδάφη. Τα φύλλα τους είναι αντίθετα και ωοειδή και τα άνθη τους… … Dictionary of Greek
βουκαμβίλια — (bouqainvillea). Γένος αναρριχώμενων ξυλωδών θάμνων της οικογένειας των νυκταγινιδών (δικοτυλήδονα) με 12 είδη, από τα οποία σπουδαιότερα είναι η β. η ευειδής και η β. η λεία. Η καλλιέργεια και η διάδοση της πρώτης έχει σταματήσει πριν από πολλά… … Dictionary of Greek
γυψόφιλο — (gypsophila).Γένος μονοετών ή πολυετών, ποωδών δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των καρυοφυλλιδών. Έχουν πολύκλαδο στέλεχος, ύψους 50 80 εκ., και άφθονα μικρά, λευκά ή ρόδινα άνθη. Τα κατώτερα φύλλα τους φτάνουν σε μήκος τα 7 εκ., ενώ τα… … Dictionary of Greek